- ύβριστος
- -ίστη, -ον και, στο Μέγα Ετυμολογικόν, τ. αρσ. ὑβριστός, Α1. θρασύς, αυθάδης2. ακόλαστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑβρίζω + κατάλ. -τος* τών ρηματ. επιθ. Η λ. εμφανίζει τόνο στην προπαραλήγουσα και ενεργητική σημ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὕβριστος — wanton masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβριστότερον — ὕβριστος wanton adverbial comp ὕβριστος wanton masc acc comp sg ὕβριστος wanton neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβριστότατον — ὕβριστος wanton masc acc superl sg ὕβριστος wanton neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕβριστον — ὕβριστος wanton masc acc sg ὕβριστος wanton neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβριστοτάτους — ὕβριστος wanton masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβριστοτέροις — ὕβριστος wanton masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβριστότατος — ὕβριστος wanton masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβριστότεροι — ὕβριστος wanton masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβριστότερος — ὕβριστος wanton masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβρίστης — ὕβριστος wanton fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)